- μηνάγω
- μηνάγω (Μ)βλ. μηνώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηνώ — (Μ μηνῶ άω και μηνάγω) 1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος») 3. διατάζω 4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον 5. πληροφορώ 6.… … Dictionary of Greek